γυμνασμένος

γυμνασμένος
η , ο
1) обученный; тренированный; умелый, искусный; 2) дрессированный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γυμνασμένος" в других словарях:

  • γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • έποχος — ἔποχος, ον [επ έχω] (Α) 1. αυτός που μετακινείται με μεταφορικό μέσο («ἐπόχους πολλοῑς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», Αισχύλ.) 2. εκείνος που κάθεται σταθερά πάνω στο άλογο 3. ο γυμνασμένος στην ιππασία 4. πλωτός 5. μτφ. ο εμπνεόμενος από μανία, τρελός …   Dictionary of Greek

  • ασκητός — ἀσκητός, ή, όν (Α) [ασκώ] 1. ο περίτεχνος, αυτός που έχει κατασκευαστεί με δεξιοτεχνία 2. ο στολισμένος 3. αυτός που επιτυγχάνεται με την εξάσκηση 4. ο γυμνασμένος, όποιος έχει εξασκηθεί σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • γυμνάς — γυμνάς, ο, η (Α) 1. γυμνάς, γυμνή 2. γυμνασμένος («γυμνάδος ἵππου» ή «γυμνάδας ἵππους») 3. το αρσ. ως ουσ. ο αθλητής 4. το θηλ. ως ουσ. η γυμναστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός με τη σημ. 1, ενώ με τη σημ. 2 η λ. γυμνάς θεωρείται ως μεταρρηματικό τού… …   Dictionary of Greek

  • δυσπάλαιστος — δυσπάλαιστος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται στην πάλη, ανίκητος 2. αυτός που δεν είναι γυμνασμένος στην πάλη …   Dictionary of Greek

  • καλοτεχνισμένος — καλοτεχνισμένος, η, ον (Μ) (για στρατιώτες) εκπαιδευμένος, γυμνασμένος καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + τέχνη, με επίδραση τής μτχ. σε ισμένος] …   Dictionary of Greek

  • μαστορεύω — (Μ μαστορεύω και μαστορεύγω) [μάστορας] εργάζομαι σαν να είμαι μάστορας κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντας κάτι («κάθε Κυριακή όλο και κάτι μαστορεύει στο σπίτι») νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επιδιορθώνω κάτι με επιδεξιότητα, φιλοτεχνώ, καλοδουλεύω 2 …   Dictionary of Greek

  • πολυγύμναστος — ον, Α 1. ο πολύ γυμνασμένος, πολύ εξασκημένος 2. (κατ επέκτ.) ο πολύπειρος («ποικίλον τι καὶ πολυγύμναστον κακόν» μεγάλης ποικιλίας και πολύπειρο κακό [δηλαδή η γυναίκα], Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γύμναστος (< γυμνάζω), πρβλ. α… …   Dictionary of Greek

  • γυμνάζομαι — γυμνάζομαι, γυμνάστηκα, γυμνασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γυμνάζω — γύμνασα, γυμνάστηκα, γυμνασμένος 1. εξασκώ κάποιον με κατάλληλες γυμναστικές ασκήσεις: Η άσκηση γυμνάζει τους μυς. 2. ασκώ κάποιον πνευματικά: Μας γύμνασε στην αριθμητική. 3. το μέσ., γυμνάζομαι ασκούμαι σε κάτι: Γυμνάζομαι από παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»